ξεκοκαλίζω

ξεκοκαλίζω
και ξεκοκαλιάζω
1. ξεχωρίζω τα κόκαλα από το κρέας
2. τρώω όλο το κρέας ώστε να μείνουν μόνο τα κόκαλα
3. μτφ. σπαταλώ απερίσκεπτα, δαπανώ αλόγιστα («ξεκοκαλίζει την περιουσία τού πατέρα του»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεκοκαλίζω — ξεκοκαλίζω, ξεκοκάλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεκοκαλίζω — ξεκοκάλισα, ξεκοκαλίστηκα, ξεκοκαλισμένος 1. αφαιρώ τα κόκαλα από το κρέας. 2. τρώγω το κρέας ώσπου να μείνει το κόκαλο: Ξεκοκάλισαν ολόκληρο αρνί. 3. μτφ., δαπανώ, ξοδεύω, κατασπαταλώ: Κάθεται και ξεκοκαλίζει την περιουσία του πατέρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκκοκκίζω — και ξεκουκκιάζω (AM ἐκκοκκίζω) βγάζω τους κόκκους, το κουκούτσι από τους καρπούς αρχ. 1. κατατρώγω, ξεκοκαλίζω 2. εξαρθρώνω, στραμπουλίζω 3. ξεριζώνω 4. κυριεύω, διαρπάζω 5. φρ. «ἐκκοκίζω γῆρας» διώχνω τα γηρατιά, μαδώ τις άσπρες τρίχες …   Dictionary of Greek

  • εκροφώ — ἐκροφῶ ( έω) (AM) ρουφώ εντελώς, καταπίνω αρχ. 1. μεθώ, πίνω πολύ 2. ήσυχα, άνετα τρώω ένα αγαθό, τό ξεκοκαλίζω, τό ροκανίζω …   Dictionary of Greek

  • εξοστεΐζω — ἐξοστεΐζω (Α) 1. βγάζω τα κόκαλα από τη σάρκα, ξεκοκαλίζω 2. (για καρπούς) αφαιρώ τον πυρήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *οστεΐζω (< οστούν)] …   Dictionary of Greek

  • κοκαλίζω — και κοκκαλίζω [κόκαλο] αφαιρώ τα κόκαλα, ξεκοκαλίζω …   Dictionary of Greek

  • ξεκοκαλιάζω — βλ. ξεκοκαλίζω …   Dictionary of Greek

  • στομοκοπώ — έω, Α μασώ, ξεκοκαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. χειρο κοπῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”